πλαγκτά

πλαγκτά
πλαγκτός
wandering
neut nom/voc/acc pl
πλαγκτά̱ , πλαγκτός
wandering
fem nom/voc/acc dual
πλαγκτά̱ , πλαγκτός
wandering
fem nom/voc sg (doric aeolic)
πλαγκτός
wandering
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαγκτάν — πλαγκτά̱ν , πλαγκτός wandering fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλαγκτάς — Πλαγκτά̱ς , Πλαγκταί fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγκτάς — πλαγκτά̱ς , πλαγκτός wandering fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”